συμμάρτυς

συμμάρτυς
-υρος, ὁ, ἡ, ΜΑ
1. μάρτυρας που καταθέτει τα ίδια με άλλον μάρτυρα
2. αυτός που υφίσταται τα ίδια μαρτύρια με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + μάρτυς «αυτός που δίνει μαρτυρία ή πληροφορία, αυτός που υπέστη μαρτύρια»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συμμάρτυρες — συμμάρτυς masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάρτυρας — Πρόσωπο που παρέχει πληροφορίες σε δικαστική αρχή· πρόσωπο που θανατώθηκε για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ή που βασανίστηκε για την ιδεολογία του· ο θεατής πράξεως ή γεγονότος. Σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία ο μ. είναι ο επίσημος… …   Dictionary of Greek

  • συμμαρτυρώ — συμμαρτυρῶ, έω, ΝΑ [συμμάρτυς, υρος] καταθέτω ως μάρτυρας μαζί με άλλον ή καταθέτω την ίδια μαρτυρία με άλλον («ὡς... σύ μοι ξυμμαρτυρῇς οἷα πέφυκα», Ευρ.) νεοελλ. υφίσταμαι μαρτύρια μαζί με άλλον αρχ. (για πλανήτη) είμαι συμμάρτυρος*, έχω… …   Dictionary of Greek

  • συμμαρτύρομαι — Α [συμμάρτυς, υρος] συμμαρτυρῶ* …   Dictionary of Greek

  • ՎԿԱՅԱԿԻՑ — (կցի, ցաց.) NBH 2 0826 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 8c, 9c, 13c ա. σύμμαρτυς, υρ socius testimonii, vel martyrii. Կցորդ վկայութեան կամ ʼի վկայութեան. եւ Նահատակից. *Ոչ ընդունելի է իւր վկայութիւն ʼի վերայ ինքեան, եւ ոչ վկային վկայակից …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ξυμμάρτυρας — συμμάρτυρας , συμμάρτυς masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυμμάρτυρες — συμμάρτυρες , συμμάρτυς masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμάρτυρα — συμμάρτυρος configurate neut nom/voc/acc pl συμμάρτυς masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμάρτυρος — configurate masc/fem nom sg συμμάρτυς masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”