συμμάρτυρες — συμμάρτυς masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάρτυρας — Πρόσωπο που παρέχει πληροφορίες σε δικαστική αρχή· πρόσωπο που θανατώθηκε για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ή που βασανίστηκε για την ιδεολογία του· ο θεατής πράξεως ή γεγονότος. Σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία ο μ. είναι ο επίσημος… … Dictionary of Greek
συμμαρτυρώ — συμμαρτυρῶ, έω, ΝΑ [συμμάρτυς, υρος] καταθέτω ως μάρτυρας μαζί με άλλον ή καταθέτω την ίδια μαρτυρία με άλλον («ὡς... σύ μοι ξυμμαρτυρῇς οἷα πέφυκα», Ευρ.) νεοελλ. υφίσταμαι μαρτύρια μαζί με άλλον αρχ. (για πλανήτη) είμαι συμμάρτυρος*, έχω… … Dictionary of Greek
συμμαρτύρομαι — Α [συμμάρτυς, υρος] συμμαρτυρῶ* … Dictionary of Greek
ՎԿԱՅԱԿԻՑ — (կցի, ցաց.) NBH 2 0826 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 8c, 9c, 13c ա. σύμμαρτυς, υρ socius testimonii, vel martyrii. Կցորդ վկայութեան կամ ʼի վկայութեան. եւ Նահատակից. *Ոչ ընդունելի է իւր վկայութիւն ʼի վերայ ինքեան, եւ ոչ վկային վկայակից … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ξυμμάρτυρας — συμμάρτυρας , συμμάρτυς masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμμάρτυρες — συμμάρτυρες , συμμάρτυς masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμάρτυρα — συμμάρτυρος configurate neut nom/voc/acc pl συμμάρτυς masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμάρτυρος — configurate masc/fem nom sg συμμάρτυς masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)